- μνησιπημων
- μνησιπήμωνμνησῐ-πήμων2, gen. ονος помнящий беду
μ. πόνος Aesch. — мучительное воспоминание о несчастье
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μ. πόνος Aesch. — мучительное воспоминание о несчастье
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μνησιπήμων — μνησιπήμων, ον (Α) αυτός που υπενθυμίζει τα παθήματα, τη δυστυχία ή αυτός που προέρχεται από την ανάμνηση τών παθημάτων («στάζει... πρὸ καρδίας, μνησιπήμων πόνος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μνησι , σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος (βλ. μι μνή σκω) +… … Dictionary of Greek
μνησιπήμων — reminding of misery masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιμνήσκω — (ΑΜ, Α αιολ. τ. μιμναΐσκω) (μέσ. παθ.) μιμνήσκομαι α) ανακαλώ στη μνήμη μου, θυμάμαι («μνήσθητί μου Κύριε, ὅταν ἔλθης ἐν τῇ βασιλείᾳ σου», ΚΔ) β) κάνω μνεία, μνημονεύω, αναφέρω («πρῶτος εἰπὼν καὶ μνησθεὶς ὑπὲρ τῆς εἰρήνης», Δημοσθ.) γ) εντείνω… … Dictionary of Greek